- διάζωμα
- Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που ακολουθούσαν τον ιωνικό ή τον κορινθιακό ρυθμό ήταν επίπεδο και είχε μία μόνο μεγάλη παράσταση, με μυθολογικό ή ιστορικό θέμα. Το δ. αυτό ονομαζόταν ζωφόρος. Εφόσον το δ. διέθετε ανάγλυφη παράσταση, είχε το ίδιο ύψος με το επιστύλιο, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό. Σε ναούς μεταγενέστερων χρόνων η επιφάνειά του ήταν κυρτή. Σε ορισμένα πάλι μνημεία ιωνικού ρυθμού (ναούς, βωμούς κλπ.) δεν υπήρχε καθόλου.
Δ. ονομαζόταν εξάλλου και ο οριζόντιος διάδρομος, που συνήθως ήταν πλακόστρωτος και χώριζε το κοίλο του αρχαίου θεάτρου σε δύο μέρη, το πάνω και το κάτω.
Δ. λεγόταν επίσης η ζώνη που φορούσαν στη μέση οι αρχαίοι Έλληνες αθλητές στην ομηρική εποχή, για να μην εμφανίζονται εντελώς γυμνοί. Το δ. καταργήθηκε το 720 π.Χ. (ΙΕ’ Ολυμπιάδα), όταν έπεσε στον αγώνα δρόμου το δ. του νικητή Όρσιππου του Μεγαρέα, αν και, κατά τον Παυσανία, το άφησε σκόπιμα να πέσει για να τρέχει πιο ελεύθερα. Κατά τον Θουκυδίδη, πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι γυμνώθηκαν στους αγώνες και τους ακολούθησαν οι υπόλοιποι Έλληνες, με αποτέλεσμα στην εποχή του μόνο οι βάρβαροι και οι Ασιάτες να αγωνίζονται ζωσμένοι.
* * *διάζωμα, το [διαζωννύω]1. καθετί χρήσιμο για περίζωση, η ζώνη (κν. το ζωνάρι, η ζώστρα)2. το διάζωσμα ή περίζωμα, δηλ. πλατιά ζώνη για την κάλυψη τών απόκρυφων μελών τών αθλητών3. η ζωφόρος τών αρχαίων ναώννεοελλ.(για σκάφη παλαιότερων εποχών) έγχρωμη ζώνη που περιέβαλλε το εξωτερικό τμήμα τών πυροβολείωναρχ.1. τμήμα αρχαίου σταδίου ή θεάτρου σε σχήμα πετάλου για τους θεατές2. (σε θέατρο ή στάδιο) στενή δίοδος που χρησιμοποιούσαν οι θεατές για να φθάσουν στις θέσεις τους3. (σε πέτρες) φλέβα, ταινία ή στίγματα4. ισθμός5. το διάφραγμα τού θώρακος, οι φρένες.
Dictionary of Greek. 2013.